δυσβάστακτος

δυσβάστακτος
1419 δυσβάστακτος
{прил., 2}
неудобоносимый, трудный для ношения (Мф. 23:4; Лк. 11:46).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δυσβάστακτος" в других словарях:

  • δυσβάστακτος — intolerable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβάστακτος — και δυσβάσταχτος, η, ο (AM δυσβάστακτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας τού βάρους του («φορτία δυσβάστακτα») 2. αφόρητος, καταθλιπτικός, αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι») …   Dictionary of Greek

  • δυσβαστάκτως — δυσβάστακτος intolerable adverbial δυσβάστακτος intolerable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβάστακτον — δυσβάστακτος intolerable masc/fem acc sg δυσβάστακτος intolerable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβαστακτοτέρους — δυσβάστακτος intolerable masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβαστάκτων — δυσβάστακτος intolerable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβαστάκτῳ — δυσβάστακτος intolerable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβάστακτα — δυσβάστακτος intolerable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσβάστακτοι — δυσβάστακτος intolerable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бедне — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  нареч. 1) с трудом, неудобно; бдн носимый (δυσβάστακτος),… …   Словарь церковнославянского языка

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»